Έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης. Ένας άνθρωπος που στο όνομα του νιώθεις δέος, που χάρισε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της Ελλάδας. Το ελληνικό τραγούδι από σήμερα είναι φτωχότερο, αφού η φωνή του Μίκη Θεοδωράκη δεν αντηχεί πλέον στα αυτιά μας, αλλά στις καρδιές μας. Η σορός του μεγάλου δημιουργού θα εκτεθεί σε τριήμερο λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και με απόφαση της κυβέρνησης από της 2 Σεπτεμβρίου κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος.
Σαν να το ήξερε, αφού ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης είχε ζητήσει ένα χρόνο πριν από τον γενικό γραμματέα του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα να αναλάβει προσωπικά την μεταφορά της σωρού του και να πραγματοποιήσει τη ταφή στην πατρίδα του, το Γαλατά Χανίων.
Ποιος ήταν όμως ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης της Ελλάδος;
Ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου του 1925 με πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Άλλαζε συχνά πόλεις και δεν έχει μια δική του βάση. Ο λόγος ήταν η δουλειά του πατέρα του που ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Ο ίδιος δεν έδινε ένα όνομα στον εαυτό του, αφού ήταν σπουδαίος σε πολλά πράγματα: συνθέτης, στιχουργός, διευθυντής ορχήστρας και πολιτικός. Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το Κ.Κ.Ε. και τη Ν.Δ.
Το μεγαλύτερο του στίγμα όμως το άφησε με την μεγάλη του αγάπη τη μουσική, όπου την πρώτη του επαφή την είχε τις περιόδους 1937-1939. Τότε έμαθε για πρώτη φορά βιολί στο Ωδείο Πατρών και δημιούργησε τα πρώτα του τραγούδια – συνθέσεις οι οποίες βασίστηκαν σε στίχους των Σολωμού, Παλαμά, Δροσίνη και Βαλαωρίτη. Στην Τρίπολη και στην ηλικία των 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του «Κασσιανή», μέσω του οποίου παίρνει έμπρακτα μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών.
Ένα πράγμα που τον χαρακτήρισε και δημιούργησε ένα ολόκληρο νέο κίνημα ήταν η μελοποιημένη ποίηση. Ουσιαστικά χρησιμοποίησε ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1976), Γιώργος Σεφέρης (Νόμπελ 1963), Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979), τα οποία τα συνέθεσε με μουσική και τα έκανε τραγούδια.
Μια από τις μεγαλύτερες εάν όχι η μεγαλύτερη σύνθεση του είναι το συρτάκι Ζορμπας (1964), ενώ τα τραγούδια του είναι παγκόσμιου φήμης γνωστά αφού τα έχουν ερμηνεύσει καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles, η Εντίθ Πιάφ, Σίρλει Μπάσει και Τζόαν Μπάεζ. Ο λόγος όμως που έγινε τόσο αναγνωρίσιμος στο εξωτερικό ήταν η μουσική που είχε γράψει για τις γνωστές ταινίες Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρμπικο (1973), όπου το 1970, του απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για την ταινία Ζ, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, και για την ταινία State of Siege και το 1975, για την ταινία Serpico. Τέλος ήταν υποψήφιος για Grammy το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών Ζορμπάς και Serpico αντίστοιχα.
Ποιος ξεχνάει όμως και την αντιστασιακή του στάση και την τεράστια αγάπη του για την πατρίδα; Την 25η Μαρτίου του 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Καταφέρνει όμως να διαφύγει και να πάει στην Αθήνα για να ξεκινήσει τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνωρίζει την έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική, αλλά δεν ξεχνάει ποτέ τις παραδόσεις του και τη βυζαντινή μουσική, όπου τον έκανε τον άνθρωπο που ήταν μέχρι σήμερα.
Το 1944 γίνεται γραμματέας εκπολιτισμού, ενώ τον ίδιο χρόνο εντάσσεται στον εφεδρικό ΕΛΑΣ Αθηνών και λαμβάνει μέρος σε μάχες κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας, καθώς και στα Δεκεμβριανά. Τότε είναι που καταδιώκεται από την αστυνομία για τις προοδευτικές του ιδέες. Έτσι αναγκάζεται να ζήσει παράνομα στην Αθήνα χωρίς όμως να σταματήσει την επαναστατική του δράση. 3 χρόνια αργότερα εξορίζεται στην Ικαρία και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρεται στη Μακρόνησο, από την οποία απολύεται τον Αύγουστο του 1949.
Από το 1954 μέχρι το 1957, σπούδασε στο Παρίσι με υποτροφία και συνέγραψε τις τρεις μουσικές μπαλέτου «Αντιγόνη», «Les Amants de Teruel» και «Le Feu aux Poudres», οι οποίες γνώρισαν τεράστια επιτυχία στη γαλλική πρωτεύουσα, πράγμα που αναγνωρίστηκε χρόνια αργότερα, αφού βραβεύτηκε με το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (το 1996 και το 2007).
Το 1957 όμως ήταν μια σπουδαία χρονιά για τον ίδιο αφού συνέθεσε και το έργο «Οιδίπους Τύραννος», ενώ έλαβε και το χρυσό μετάλλιο στο Φεστιβάλ της Μόσχας για την «Πρώτη Συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα». Το 1958 συνθέτει τον «Επιτάφιο», σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, έργο που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκείνα τα χρόνια ήταν που έγραψε και το θρυλικό «Άξιον εστί», το οποίο αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο έργο του με χορωδία.
Το 1967 γίνεται ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο» (ΠΑΜ), όπου και φυλακίζεται τον ίδιο χρόνο. Όλο αυτό το διάστημα συνθέτει συνεχώς, ενώ πολλά από τα έργα του κατορθώνει με διάφορους τρόπους να τα στέλνει στο εξωτερικό, όπου ερμηνεύονται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη. Ο ίδιος γίνεται μέσα σε μια νύχτα εθνικός ήρωας και σύμβολο της αντίστασης. Η υγεία του όμως χειροτευρεύει και οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λόρενς Ολιβιέ και Ιβ Μοντάν, προσπαθούν να τον ελευθερώσουν αλλά μάταια. Το 1970 όμως χάρη του Γάλλου πολιτικού και συγγραφέα Ζαν Ζακ Σρεβάν Σρεμπέρ, η δικτατορία τον αφήνει να φύγει και να επιστρέψει στο Παρίσι.
Το 1981 γίνεται βουλευτής Β΄ Πειραιά με το ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ και το 1985 βουλευτής Επικρατείας πάλι με το ΚΚΕ. Το 1990 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, μέχρι τον Αύγουστο του 1991. Στις 30 Μαρτίου 1992, παραιτήθηκε από το αξίωμα του υπουργού για να αφοσιωθεί, στο συνθετικό του έργο. Συμμετείχε όμως στις εργασίες της Βουλής ως ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με τη ΝΔ.
Στις 9 Μαρτίου 1993 παραιτήθηκε από βουλευτής και ανέλαβε γενικός διευθυντής των μουσικών προγραμμάτων της ΕΡΤ, ενώ το 1994 παραιτήθηκε και από εκεί διότι δεν του άρεσε ο τρόπος διαχείρισης του Α. Παπανδρέου. Το 2010 δημιούργησε τη Σπίθα όπου καλούσε όλους τους Έλληνες να αντισταθούν ενάντια στο καθεστώς του «Μνημονίου».
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2013 ανακοίνωσε την «αποστρατεία» του από την πολιτική ζωή της χώρας, ενώ το 2015 δήλωσε σθεναρά το ΌΧΙ στο δημοψήφισμα.
Το πιο πρόσφατο και ταυτόχρονα σπουδαίο γεγονός για τη ζωή και τη καριέρα του, στάθηκε η συναυλία που έδωσε στις 24 Μαΐου 2017 στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, όπου η ορχήστρα της πόλης, έπαιξε τρία συμφωνικά έργα του τη 2η και τη 3η Συμφωνία, καθώς και το «Οιδίπους Τύραννος.
Ο ίδιος έχει δύο παιδιά την Μαργαρίτα και τον Γιώργο. Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη ανέβασε χθες στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook το τραγούδι “ο χρόνος παραμορφώθηκε” του πατέρα της.
“ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΑΣ!!!!!!!!!!!!!
Ο χρόνος παραμορφώθηκε
Στίχοι: Μαρίνα
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ο χρόνος παραμορφώθηκε,
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις πού θα με βρεις,
Εγώ ο Φόβος.
Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η μνήμη, ανήμερη.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου,
εγώ ο καημός της χαλασμένης μας ζωής.
Θα πολιορκώ το «κοίταζε τη δουλειά σου» με τη αγωνία μου.
Θα θρυμματίζω τον ύπνο τους μ’ άσεμνα, φρικιαστικά βεγγελικά.
Σφαίρες αμέτρητες θα πέφτουν στους αδιάφορους διαβάτες,
ώσπου ν’ αρχίσουν να σφαδάζουν
ώσπου ν’ αρχίσουν ν’ αναρωτιούνται.
Εμένα δε θα μπορούν να με σκοτώσουν.
Όμως θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ναι τα παιδιά,
πλούσια απ’ την κληρονομιά μας
πρώτη φορά, τα παιδιά
σκληρά στη μνήμη, σκληρά σε μας,
θα διαβάσουν ίσως έγκαιρα
τ’ αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών
διορθώνοντας τα λάθη,
σβήνοντας τα ψέματα,
ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά,
χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας
σημαδεμένα από την αστραπή
τη γνώση της μοναξιάς της δύναμης
που σε μας άργησε τόσο πολύ να `ρθει.
Κι αν τώρα σε γυρεύω απελπισμένα
στα πελώρια κύματα της αγρύπνιας μου
κι αν τώρα κάθε που αναδαίνω
βγαίνει τ’ όνομά σου
όταν θ’ αρχίσω να γυρίζω στους σκοτεινούς δρόμους του κόσμου,
με μόνο μια χούφτα φεγγαρόπετρες να μ’ οδηγούν
τυφλώνοντας τον κόσμο με τις λάμψεις του τρελού γέλιου σου,
της καλόγριας που κρατούσε τα κλειδιά,
κουφαίνοντας τον κόσμο με τους ήχους της ταράτσας,
με τις κραυγές αυτών που βασανίστηκαν κι αυτών που βασανίζουν
τραντάζοντας τον κόσμο με τη γλώσσα τούτη του θανάτου
ίσως τότε θα `χεις βρει το δρόμο στο δικό σου το λαβύρινθο
ίσως εσύ τότε θα στέκεσαι περήφανο δεντρί,
στο σταυροδρόμι του κόσμου,
μ’ όλους τους ποταμούς να φτάνουν μυστικά στις ρίζες σου,
ίσως τότε τα παιδιά σου,
μαζί μ’ όλα τα παιδιά,
να προλάαουν τον καιρό και τη ζωή
μια στιγμή πριν απ’ το χάος.
Και πια δε θα `χει μείνει τίποτ’ από μένα
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου
ούτε το πιο δικό μου, η γλώσσα μου,
μα θα `χω διαλυθεί σ’ όλους τους ποταμούς του κόσμου
θα `χω γράψει τ’ όνομά σου, που φοβόμουνα,
ως την άλλη όχθη
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλi ακέραιο θ’ αναπαύεται
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη ηλιόλουστη ζωή.”
Διαβάστε σχετικά άρθρα
Έφυγε χθες από την ζωή ο πρώην υπουργός και ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, Άκης Τσοχατζόπουλος: Η γνωριμία του με τη Βίκυ Σταμάτη, ο πολυτελής γάμος στο Παρίσι, η παρ΄ολίγον πρωθυπουργία και τα σκάνδαλα Siemens και υποβρυχίων που τον έφεραν στην φυλακή